- καλοδρομίζω
- 1. οδηγώ κάποιον σε καλό δρόμο («η Παναγιά να σέ καλοδρομίζει»)2. μτφ. οδηγώ κάποιον στον δρόμο τής αρετής ή τής ευτυχίας3. (αμτβ.) α) πορεύομαι καλά, ακολουθώ καλό δρόμοβ) ακολουθώ τον δρόμο τής αρετής, παίρνω τον καλό δρόμο4. ευδοκιμώ, ευτυχώ στη ζωή.[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής», από τη φράση (ευχή) «καλό δρόμο» + κατάλ. -ίζω (πρβλ. καλωσορ-ίζω, καλησπερ-ίζω κ.τ.ό.)].
Dictionary of Greek. 2013.